διόραση

διόραση
Όρος που χαρακτηρίζει όλα τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων και τα οποία εκδηλώνονται χωρίς το νοούν υποκείμενο να δέχεται τη δράση συνειδητών ή μη ενεργειών που προέρχονται από άλλα πρόσωπα. Η δ., η οποία διαφέρει από τα φαινόμενα τηλεπάθειας, μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια φυσικών ή τεχνητών αντικειμένων (κρυσταλλομαντεία, ραβδομαντεία, ραδιαισθησία). Στις πρωτόγονες κοινωνίες, και κυρίως σε αυτές που ακολουθούν τη σαμανική λατρεία, οι παραψυχολογικές δυνατότητες γνώσης και οι τηλεπαθητικές ικανότητες είναι αρκετά ανεπτυγμένες και διαδεδομένες, σε σχέση με τη σπουδαιότητα των εκδηλώσεων αυτών στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Συχνά είναι ιδιαίτερα δύσκολο να καθοριστεί αν το φαινόμενο της παραψυχολογικής γνώσης ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης έχει πραγματοποιηθεί με τη δ., δηλαδή άμεσα, ή με τη συνειδητή και σκόπιμη τηλεπαθητική επιβολή από τον πρωταγωνιστή του γεγονότος που έγινε αντιληπτό ή από ένα υποκείμενο (μεταβίβαση σκέψης). Παράλληλα, μπορεί να διαπιστωθούν περιπτώσεις αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε δύο κατηγορίες φαινομένων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, o όρος δ. επεκτείνεται σε όλες τις εκδηλώσεις της αντίληψης και γνώσης των πραγμάτων χωρίς τη μεσολάβηση αισθήσεων, για τις οποίες χρησιμοποιείται γενικά ο όρος κρυπταισθησία.
* * *
η (Μ διόρασις) [διορώ]
το να βλέπει κανείς με τη φαντασία, να αντιλαμβάνεται με τον νου
μσν.
το να βλέπει κανείς μέσα από κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τηλεπάθεια — Φαινόμενο της πέρα από τις αισθήσεις αντίληψης, που συνίσταται στην πρόσληψη νοητικών στοιχείων, τα οποία μεταδίδονται από ένα άτομο σε ένα άλλο, χωρίς την αποφασιστική συμβολή των φυσικών τρόπων επικοινωνίας· η τ. εμπίπτει λοιπόν στην κατηγορία… …   Dictionary of Greek

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • διάφαση — η (Α διάφασις) νεοελλ. η αφυλαξία που προκαλείται από μια κίνηση αρχ. 1. διαφάνεια 2. (φιλοσ.) διαίσθηση, διόραση («κατ ἔμφασιν δὲ καὶ διάφασιν οἱ ἀκριβῶς παρ Ἕλλησι φιλοσοφήσαντες διορῶσι τὸν Θεόν», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • διεντέρευμα — διεντέρευμα, το (Α) (κωμ. λ. τού Αριστοφ. για οξύνοια ή οξυδέρκεια) η έρευνα, διόραση με τη βοήθεια τών εντέρων …   Dictionary of Greek

  • διορατικός — ή, ό (AM διορατικός, ή, ον) [διορώ] αυτός που προβλέπει κάτι, οξυδερκής νεοελλ. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη διόραση* …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλοσκοπία — Τεχνική διόρασης, αρχαιότατης προέλευσης. Χρησιμοποιείται από πολλούς πρωτόγονους λαούς, ενώ συνηθίζεται πλέον και στη Δύση. Βλ. λ. διόραση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”